θηλυπαθής

θηλυπαθής
θηλυπαθής, -ές (Μ)
αυτός που έχει γυναικεία πάθη, ο θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής ευ-παθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • θηλυπαθώ — θηλυπαθῶ, έω (Α) [θηλυπαθής] γίνομαι κίναιδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”